ιωδίωση

ιωδίωση
χημ. χημική αντίδραση κατά την οποία συντελείται υποκατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου από άτομο ιωδίου σε ένα μόριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βιοφόρμιο — Χημική ένωση που παρασκευάζεται από τη χλωριοξυκινολίνη με ιωδίωση σε αλκαλικό διάλυμα.Είναι άοσμη και άγευστη τεφροκίτρινη σκόνη, σχεδόν αδιάλυτη στο νερό, δυσδιάλυτη στα συνηθισμένα διαλυτικά μέσα και σχετικά ευδιάλυτηστον θερμό οξικό εστέρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”